ανθιστιρία

ανθιστιρία
(anthistiria). Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι ιθαγενή της Ινδονησίας και της Αυστραλίας. Έχουν στενά φύλλα, με ή χωρίς γλωσσίδιο. Όταν υπάρχει γλωσσίδιο, περιβάλλεται από μακριές τρίχες. Τα στοιχεία του φυτρώνουν ανά δύο στο άκρο μακριών διακλαδώσεων του βλαστού. Είναι κτηνοτροφικά φυτά, γιατί δίνουν άφθονο και εκλεκτής ποιότητας χόρτο, ενώ αντέχουν στην ξηρασία. Τα κυριότερα είδη είναι η α.η κοινή της Αυστραλίας και η α. η ανάθερη της Ινδονησίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”